- λεκάνορα
- ηβοτ. γένος λειχήνων με φλοιώδη θαλλό, το οποίο ανήκει στην τάξη λεκανορώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanora < λεκάνη + ὥρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεκανορικός — ή, ό φρ. «λεκανορικό οξύ» χημ. δικυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην τάξη τών φαινολοξέων και προέρχεται από τη συμπύκνωση δύο μορίων ορκελλικού οξέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecanoric < lecanor (< lecanora, πρβλ. λεκάνορα)… … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
σφουγγίτσα — το, Ν είδος λειχήνας, η λεκάνορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης] … Dictionary of Greek